- θυιάς
- θυάς και διάφ. γρφ. θυάς, -άδος, ἡ (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)]μσν.επίθεση, έφοδος, προσβολήαρχ.1. γυναίκα μαινόμενη ή θεόπνευστη («μαινόμενα... οδύναις κεντροδαλήτισι θυιὰς Ἥρας», φρενοκρουσμένη από τους πόνους που τής προκαλούν τα κεντρίσματα τής Ήρας μαινάδα, Αισχύλ.)2. ως κύρ. όν. αἱ Θυιάδες ή Θυιάδεςοι Μαινάδες, οι Βάκχες («Θυάδεςαἱ Βάκχαι, παρὰ τὸ θύω, τὸ ὁρμῶ, καὶ πλεονασμῷ τοῡ ι Θυιάδες», Ε.Μ.)3. (ως επίθ. θηλ. και σπαν. σε επιγρ. ως αρσ.) γυναίκα ερωτόληπτη, ερωτομανής.
Dictionary of Greek. 2013.